- ευδιαπνοος
- εὐδιάπνοοςεὐ-διάπνοοςстяж. εὐδιάπνους 2легко испаряющийся, улетучивающийся
(τὸ ὑγρόν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ ὑγρόν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευδιάπνους — εὐδιάπνους, ουν και εὐδιάπνοος, οον (Α) αυτός που εξατμίζεται εύκολα («εὐδιάπνουν γίνεται τὸ ὑγρόν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάπνους (< διαπνέω)] … Dictionary of Greek